- σελαναία
- ἁ, Α(δωρ. τ.) βλ. σεληναίη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελαναία — σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual (doric) σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναίη — και δωρ. τ. σελαναία, ἡ, Α (ιων. και επικ. τ.) 1. η σελήνη 2. παροιμ. φρ. «ἡ Ἀκέσεω σεληναίη» τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, ποτέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. αίη, παράλληλος ιων τ. τού αία (πρβλ. σελην αῖος)] … Dictionary of Greek